-
1 ποδαγρα
поэт. ποδάγρη ἥ1) ножной силок или капкан(δολοῦν ἐλάφους ποδάγραις Xen.; θήρεσσιν πηγνύναι ποδάγρας ap. Plut.)
2) ревматическая боль в ногах, подагра Plut., Luc.
1 ποδαγρα
(δολοῦν ἐλάφους ποδάγραις Xen.; θήρεσσιν πηγνύναι ποδάγρας ap. Plut.)